υπερθηλεοποίηση

υπερθηλεοποίηση
η, Ν
ζωολ. κατάσταση θηλεομορφικού άρρενος ατόμου με υπερτονισμένα θηλυκά χαρακτηριστικά, όπως είναι το μικρό μέγεθος και βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperfeminization].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”